Tότε δεν υπήρχε όνομα γι’ αυτό που συνέβαινε...

Tότε δεν υπήρχε όνομα γι’ αυτό που συνέβαινε...

Tότε δεν υπήρχε όνομα γι’ αυτό που συνέβαινε...

Rodiaki NewsRoom

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΚΕ 511 ΦΟΡΕΣ

Γράφει ο Ιάκωβος Καμχής

Έφτασα τριάντα ετών κι ακόμη δεν έχω πει «Αχ τα σχολικά χρόνια, εκείνα ήταν τα καλυτέρα». Ούτε και νομίζω ότι θα το πω ποτέ μου. Οι μνήμες μου, από την πρώτη δημοτικού μέχρι και την τελευταία σχεδόν φορά που πάτησα το πόδι μου στο σχολειό, αποτελούν παραλλαγές του ίδιου θέματος: Της βίας.

Τότε δεν ξέραμε τι είναι αυτό. Δεν αναγνωρίζαμε την διάφορα ανάμεσα στο αθώο πείραγμα και το εγκληματικό bullying, ακόμη κι όταν αυτά αποτελούσαν κανόνα της καθημερινότητας μας κι όχι τυχαία περιστατικά.

Ψέματα. Εγώ καταλάβαινα. Καταλάβαινα ότι δεν ήταν σωστό να λένε «φτωχή» και «ορφανή» την συμμαθήτρια μας που έμενε στο ίδρυμα παιδικής μέριμνας. Δεν ήταν σωστό να λένε «Αλβανό» τον Βασίλη, «Τούρκο» τον Εγγίν. Δεν ήξερα για ποιον λόγο δεν ήταν σωστό. Αλλά στο σπίτι μου, ποτέ δεν μιλούσαμε έτσι για τους ανθρώπους και γι' αυτό μου έκανε εντύπωση.

Δεν ήταν σωστό να με λένε «αγοροκόριτσο» επειδή έπαιζα με κορίτσια. Αλλά δεν με πείραζε. Έπαιζα με κορίτσια και ήξερα ότι δεν έκανα κάποιο λάθος. Δεν μου είχαν πει ποτέ στο σπίτι ότι πρέπει να παίζω με τα αγόρια, επειδή είμαι αγόρι.

Δεν μου άρεσε το μπάσκετ. Δεν μου άρεσε να χουφτώνω τα κορίτσια και να τα ρίχνω κάτω, στο χώμα. Μου άρεσε να τραγουδώ μαζί τους.

Και γι' αυτό έκανα υπομονή. Περίμενα να μεγαλώσω, να μεγαλώσουν κι εκείνοι που με κορόιδευαν.
Στο γυμνάσιο ήμουν «η αδερφή». Κάθε μέρα, έπρεπε να διασχίζω το προαύλιο για να φτάσω στο κυλικείο, ακούγοντας τον συμμαθητή της κοπέλας με την οποία ήμουν ερωτευμένος να γελάει σε βάρος μου με την παρέα του, μπροστά της. Στις εκδρομές, μέσα στο πούλμαν, να αλλάζει τους στίχους των τραγουδιών για να με προσβάλει.

Και τότε όμως ήξερα ότι δεν έκανα κάτι κακό και περίμενα να μεγαλώσω, να μεγαλώσουν κι αυτοί.
Ξυπνούσα το πρωί και δεν φοβόμουν να πάω σχολείο. Γιατί οι δικοί μου φίλοι, εκείνοι που με ένοιαζαν, ήταν με το μέρος μου. Δεν είχα περιθωριοποιηθεί. Δεν είχα τρομοκρατηθεί.

Δεν θυμάμαι να έχω επιστρέψει σπίτι λυπημένος, δεν θυμάμαι να είχα πει ποτέ στους γονείς μου τι συνέβαινε. Γιατί ειλικρινά, δεν με πλήγωνε αυτό που συνέβαινε. Σίγουρα μου χαλούσε τη διάθεση και μερικές φορές ένιωθα αμηχανία, αλλά είχα τα βιβλία που μου αγόραζε η μητέρα μου, τις μουσικές, είχα τα σχέδια μου για ένα μέλλον που φανταζόμουν μαγικό και το περίμενα.

Στο λύκειο ήμουν «ο π****ς». Το βρήκα και γραμμένο με τεράστια μαύρα γράμματα σε έναν τοίχο του προαύλιου, την ώρα της προσευχής. Δεν με πείραξε. Ναι ήμουν π*****, πού το κακό; Περισσότερο θα με είχε ενοχλήσει αν στον τοίχο έγραφε ότι ήμουν βλάκας. Γιατί το να είσαι βλάκας, είναι κακό. Ήξερα ποιος ήμουν. Το ήξερε και η μητέρα μου, πάντα το ήξερε.

Αργότερα θα το μάθαινε και ο πατέρας μου. Μέχρι το πρώτο διάλειμμα, η φράση στον κίτρινο τοίχο είχε καλυφθεί, με εντολή του καθηγητή των θρησκευτικών και με άσπρη μπογιά. Και με σιωπή. Και κάποια στιγμή το σχολειό τελείωσε. Και ποτέ δεν άκουσα ξανά να με λένε αγοροκόριτσο, αδελφή ή π****. Κάποια από εκείνα τα αγόρια δεν τα έχω ξαναδεί. Κάποια πάλι, τα βλέπω στον δρόμο και χαιρετιόμαστε. Φαίνεται να έχουν ξεχάσει, φαίνεται ότι δεν είχαν ιδέα.

Οι φίλοι που έχω κρατήσει από εκείνα τα χρόνια, ξεχνούν τι αντιμετώπιζα, πιθανώς επειδή έδειχνα να μου είναι τόσο αδιάφορα όλα αυτά. Η κολλητή μου πρόσφατα έλεγε πως δεν θυμάται να υπήρχε bullying στο σχολείο μας και την κοίταξα έκπληκτος. Και θυμήθηκε. Δεν ήξερε ότι ήταν βία. Επειδή δεν έκλαιγα, δεν θύμωνα, δεν το άφηνα να με επηρεάσει. Επειδή ήμουν τόσο αποστασιοποιημένος από τις πεντέξι ώρες του σχολειού και τα άφηνα όλα πίσω μου με το σχόλασμα. Επειδή τότε δεν υπήρχε όνομα γι' αυτό που συνέβαινε.

Επειδή ήμουν από τα τυχερά παιδιά κι είχα μεγαλώσει σε μια οικογένεια ανθρώπων οι οποίοι ποτέ δεν είχαν ξεστομίσει ρατσιστικές κουβέντες, επικριτικές κουβέντες, απαξιωτικές κουβέντες και οι όποιοι με είχαν γεμίσει αυτοπεποίθηση για όλες τις αρετές που είχα - αρετές που στο σχολείο μεταφράζονταν ως ανωμαλίες.

Από τότε που ήμουν παιδάκι ακόμη, οι γονείς μου δεν με έκαναν να νιώθω ενοχές που δεν έπαιζα με αυτοκινητάκια, αλλά με τα Μικρά μου Πόνυ, που δεν έβλεπα γούεστερν με τον μπαμπά, αλλά ταινίες της Αλίκης με τη μαμά. Που δεν έπαιρνα μέρος στους αθλητικούς αγώνες, αλλά έγραφα ποιήματα και διοργάνωνα τις σχολικές γιορτές.

Δεν ένιωσα ποτέ ότι θα έπρεπε να ήμουν αλλιώς. Και αισθανόμουν μεγάλη υπερηφάνεια για τον εαυτό μου. Και πείσμωνα σε κάθε πείραγμα, αισθανόμουν την ανάγκη να γίνω ακόμη πιο διαφορετικός. Να γίνω πραγματικά διαφορετικός. Δηλαδή να είμαι κάθε στιγμή ο εαυτός μου και να μην κρύβομαι ποτέ.

Αν όμως δεν ήμουν έτσι, αν δεν ήταν οι γονείς μου έτσι, αν ήταν κάποιος άλλος στη θέση μου, ένα παιδί από τα τόσα, που οι γονείς του δεν του μαθαίνουν ποιες είναι πραγματικές αξίες, δεν το μαθαίνουν να σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους, δεν το προετοιμάζουν να αγαπήσει τον εαυτό του όταν θα έρθει η στιγμή να συγκρουστεί με αυτόν...

Αν ήμουν ένα παιδί σαν τόσα άλλα, που πιέζονται από το σπίτι τους να είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, το ζόρι μου θα ήταν μεγάλο.
Γιατί μπορεί και πάλι να είχα επιβιώσει σαν «αγοροκόριτσο» στο δημοτικό, μπορεί να είχα επιβιώσει σαν «αδελφή» στο γυμνάσιο, μπορεί να είχα επιβιώσει σαν «π****» στο λύκειο αλλά θα είχα γίνει κάποιος άλλος. Μπορεί να είχα γίνει σαν κι εκείνους που προσπαθούσαν να με πληγώσουν και να πίστευα ότι αυτή είναι η πραγματικότητα, αυτή είναι η κανονικότητα.

Μπορεί όμως και να μην είχα αντέξει. Όπως πολλά παιδιά δεν αντέχουν, γιατί υποφέρουν τόσο που δεν προλαβαίνουν να κάνουν όνειρα, γιατί η βία περνάει μέσα τους και τους μεταμορφώνει ή τους εξολοθρεύει. Γιατί επιστρέφουν σε ένα σπίτι τα μεσημέρια στο οποίο δεν τα καλοδέχονται ή δεν τα γνωρίζουν, δεν τους μιλούν, δεν τα ρωτούν, δεν τα προστατεύουν. Η αδιαφορία και η άγνοια των γονέων είναι μορφές κακοποίησης, συχνά πολύ πιο επικίνδυνες από την ίδια τη βία.

Θα μπορούσα μέχρι και ευγνωμοσύνη να νιώθω προς αυτούς που δυσκόλεψαν τα σχολικά μου χρόνια. Δεν νιώθω όμως. Για έναν και μόνο λόγο: Δεν με διαμόρφωσαν εκείνοι. Την αξιοπρέπεια μου, την αγωγή μου, την υπομονή, την κατανόηση, την ανεκτικότητα μου, τα χρωστάω όλα αποκλειστικά στους γονείς μου που, χωρίς καμία προσπάθεια παρά μόνο με την αγάπη τους, με έκαναν πάντα να νιώθω ξεχωριστός για τους σωστούς λόγους και με βοήθησαν να υποδέχομαι με καλοσύνη κάθε εκδοχή του εαυτού μου και κάθε τι το διαφορετικό.

Δεν τα γράφω όλα αυτά για να ευχαριστήσω τους γονείς μου, που απλώς έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν. Τα γράφω για να παρακαλέσω τους γονείς των σημερινών παιδιών. Τους παρακαλώ να μιλούν στα παιδιά τους, να τα κάνουν να νιώθουν όμορφα, ικανά και δυνατά.

Σας παρακαλώ να παρατηρείτε τα παιδιά σας, να τα γνωρίζετε, να τα ενημερώνετε, να τα μεγαλώνετε.
Το bullying δεν γίνεται εγκληματικό μόνο όταν φέρνει το θύμα στα όρια της αντοχής του. Είναι εγκληματικό και επικίνδυνο από την αρχή.


Διαβάστε ακόμη

Μανώλης Κολεζάκης: Σελίδες από την πολεμική ιστορία της Ρόδου

Ηλίας Καραβόλιας: Περί της δομής των πραγμάτων

Γιώργος Γεωργαλλίδης: Η ανάγκη επιστροφής της ελπίδας

Θεόδωρος Παπανδρέου: Έχει θέση η τιμωρία στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού;

Πέτρος Κόκκαλης: Εθνική Πράσινη Συμφωνία για την ευημερία

Γιάννης Ρέτσος: Υπερτουρισμός: μύθοι και αλήθειες

Δημήτρης Κατσαούνης: Αυτές οι Eυρωεκλογές χτίζουν γέφυρα με τον Ελληνισμό της Διασποράς

Γιάννης Σαμαρτζής: Τα τεκμήρια διαβίωσης των φορολογουμένων και η δυνατότητα αποφυγής τους